κέλετ'

κέλετ'
κέλεται , κέλομαι
urge
pres ind mp 3rd sg
κέλετο , κέλομαι
urge
imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σφώ — και σφῶϊ, Α (ονομ. και αιτ. δυϊκ. αριθ. αρσ. και θηλ. τού β προσ. τής προσ. αντων. σύ) εσείς οι δύο (α. «Ζεὺς σφὼ εἰς Ἴδην κέλετ ἐλθέμεν», Ομ. Ιλ. β. «ἀμφοτέρω γὰρ σφῶϊ φιλεῑ... Ζεύς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”